- ξεσαμαρώνω
- 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο2. μέσ. ξεσαμαρώνομαια) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάριβ) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σαμαρώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσαμαρώνω — ξεσαμαρώνω, ξεσαμάρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσάττω — ἀποσάττω (Α) 1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω 2. παραφορτώνω … Dictionary of Greek
ξεσαμάρωμα — το [ξεσαμαρώνω] αφαίρεση τού σαμαριού από το υποζύγιο … Dictionary of Greek
ξεσαμάρωτος — η, ο [ξεσαμαρώνω] 1. (για υποζύγιο) αυτός που δεν έχει σαμάρι 2. μτφ. (για πρόσ.) αναίσχυντος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος … Dictionary of Greek